- μέγγενη
- Συσκευή που συγκρατεί γερά ένα αντικείμενο κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του με το χέρι ή με μηχάνημα. Κατασκευάζεται από μαλακό χάλυβα και τοποθετείται σε ένα τραπέζι ή πάνω στη βάση μιας εργαλειομηχανής. Τα βασικά της εξαρτήματα είναι η σταθερή σιαγόνα, η κινητή σιαγόνα και ο μηχανισμός χειρισμού· ο τελευταίος αποτελείται από έναν κοχλιωμένο άξονα, από ένα περικόχλιο και από έναν μικρό μοχλό για τη χειροκίνηση ή από έναν μοχλό για μ. υδραυλικού χειρισμού. Διακρίνονται βασικά δύο τύποι μ.: η επιμήκης και η παράλληλη.
Η μέγγενη συγκρατεί το αντικείμενο κατά την επεξεργασία και εμποδίζει κάθε πιθανή κίνησή του.
Dictionary of Greek. 2013.